λιθῶν

λιθῶν
λιθάω
pres part act masc voc sg
λιθάω
pres part act neut nom/voc/acc sg
λιθάω
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
λιθάω
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
λιθάζω
fling stones
fut part act masc voc sg
λιθάζω
fling stones
fut part act neut nom/voc/acc sg
λιθάζω
fling stones
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
λιθόομαι
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
λιθόομαι
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
λιθόομαι
pres part act masc nom sg
λιθόομαι
pres inf act (doric)
λιθόω
to be petrified
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
λιθόω
to be petrified
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
λιθόω
to be petrified
pres part act masc nom sg
λιθόω
to be petrified
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίθων — λίθος stone masc gen pl λιθάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιθάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • CHYTRAE — apud Ammian. Marcellin. l. 22. de Aegyptiis, Sunt Therma lurtra, quae Chytras indigenae vocant. Nempe profundiora loca paludis, uti πελεκάνια, a pelvis profunditate, sic χυτρίνους et χύτρους dicabant Graeci, ab eadem ratione. Hesych. χυτρῖνοι τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λιθοτριψία — Νέα ιατρική τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό ή εστιαζόμενα και συγκεντρωμένα υπερηχητικά κύματα κρούσης. Εφαρμόζεται στην εξωσωματική διάσπαση λίθων που σχηματίζονται κυρίως στο ουροποιητικό σύστημα. Ακολουθείται από έκπλυση με σκοπό την… …   Dictionary of Greek

  • λιθόκολλα — η (Α λιθόκολλα) νεοελλ. ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων αρχ. μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων …   Dictionary of Greek

  • Mineralogie — Mineralogie, die Wissenschaft von den Mineralien, s. Mineral. Sie zerfällt in die wissenschaftliche Darstellung der allgemeinen Eigenschaften der Mineralien nach ihren morphologischen, physikalischen u. chemischen Beziehungen (Terminologie) u.… …   Pierer's Universal-Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”