λίθων — λίθος stone masc gen pl λιθάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιθάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
CHYTRAE — apud Ammian. Marcellin. l. 22. de Aegyptiis, Sunt Therma lurtra, quae Chytras indigenae vocant. Nempe profundiora loca paludis, uti πελεκάνια, a pelvis profunditate, sic χυτρίνους et χύτρους dicabant Graeci, ab eadem ratione. Hesych. χυτρῖνοι τὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… … Hofmann J. Lexicon universale
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λιθοτριψία — Νέα ιατρική τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό ή εστιαζόμενα και συγκεντρωμένα υπερηχητικά κύματα κρούσης. Εφαρμόζεται στην εξωσωματική διάσπαση λίθων που σχηματίζονται κυρίως στο ουροποιητικό σύστημα. Ακολουθείται από έκπλυση με σκοπό την… … Dictionary of Greek
λιθόκολλα — η (Α λιθόκολλα) νεοελλ. ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων αρχ. μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων … Dictionary of Greek
Mineralogie — Mineralogie, die Wissenschaft von den Mineralien, s. Mineral. Sie zerfällt in die wissenschaftliche Darstellung der allgemeinen Eigenschaften der Mineralien nach ihren morphologischen, physikalischen u. chemischen Beziehungen (Terminologie) u.… … Pierer's Universal-Lexikon